- ὑπέρφοβος
- -ος,-ον A 0-0-0-1-0=1 DnLXX 7,19exceedingly terrifying
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
ὑπέρφοβος — very fearful masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπέρφοβος — ον, Α 1. πάρα πολύ φοβισμένος·2. πάρα πολύ φοβερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + φοβος (< φέβομαι), πρβλ. περί φοβος] … Dictionary of Greek
ὑπέρφοβον — ὑπέρφοβος very fearful masc/fem acc sg ὑπέρφοβος very fearful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερφόβου — ὑπέρφοβος very fearful masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερφόβους — ὑπέρφοβος very fearful masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέρφοβα — ὑπέρφοβος very fearful neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέρφοβοι — ὑπέρφοβος very fearful masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)